- πολύοψος
- πολύοψοςabounding in fishmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύοψος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», Λουκιαν.) 2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύ οψος] … Dictionary of Greek
πολύοψον — πολύοψος abounding in fish masc/fem acc sg πολύοψος abounding in fish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόψοις — πολύοψος abounding in fish masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόψου — πολύοψος abounding in fish masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυοψία — ἡ, Α [πολύοψος] αφθονία ἡ ποικιλία κρεάτων και ψαριών … Dictionary of Greek
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek